- γενετῆρες
- γενετήρparentsmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γενετήρ — γενετήρ, ο (Α) 1. ο πατέρας 2. πληθ. γενετῆρες, οἱ οι γονείς. [ΕΤΥΜΟΛ. < γενε τήρ από τη δισύλλαβη μορφή γενε (< *γεν∂ ) τής ρίζας γεν τού γίγνομαι*] … Dictionary of Greek